- κρούσμα
- το (AM κροῡσμα, Α και κροῡμα) [κρούω]νεοελλ.1. κάθε περίπτωση ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, ιδίως επιδημική, η προσβολή («ένα ακόμη κρούσμα ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο σχολείο μας»)2. καθεμιά από τις παραβάσεις τού ποινικού ή τού άγραφου ηθικού νόμου, ιδίως όταν αυτές παρουσιάζονται αλλεπάλληλα («κρούσματα αυτοκτονιών»)3. εμφάνιση μεμονωμένης περίπτωσης4. μουσ. μελωδική γραμμή που έχει ατελή κατάληξη5. στον πληθ. τα κρούσματατα φαντάσματα («είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά», Παπαδ.)μσν.σφαγήμσν.-αρχ.1. χτύπημα, πλήγμα, κρούση2. τραύμα («και πρίσμα έκ τοῡ κρούσματος γέγονε τῇ χειρί μου», Πρόδρ.)3. μουσικός ήχος, ήχος από χτύπημα χορδής οργάνου («ἐπεὶ σέο μῡθον ἀκούειν ἤθελον ἢ κιθάρης κρούσματα Δηλιάδος», Ανθ.Παλ.)4. ήχος που παράγεται από πνευστό όργανο5. μουσική, μελωδία.
Dictionary of Greek. 2013.